Τελευταία ενημέρωση

26 Οκτ 2002

 

Κεντρική Σελίδα

Επικοινωνία

Contact Us

 

 

Αγαπητοί φίλοι. Είναι ο μόνος τρόπος που έχω να τιμήσω κι εγώ το Έπος του 40. Γι’ αυτό επέλεξα ένα απόσπασμα από το βιβλίο μου: «Η Ελλάδα στον Αιώνα μας».

Αφιέρωμα στον Οκτώβρη

 

«…Πού να προκάνεις μια στιγμή, σταλιά να ξαποστάσεις! Λίγο κουράγιο να βρεθεί κι εσύ πια ν’ ανασάνεις!

Νέοι μνηστήρες έφτασαν ν’ αρπάξουν τ’ αγαθά σου στα χώματά μας θέλησαν να σβήσουν τη φωτιά σου

Γιατί ζηλέψανε πολλοί την περηφάνιά σου δόξα τρανή, σκήπτρα, τιμή που είχες στα μαλλιά σου

Πολλές σου είν’ οι αρετές αυτοί δεν είχαν μία πολλές σου πέφτανε, μαθές σε βλέπανε σα λεία

Κρυφά με βουκανίσματα που ’δειχναν χτηνωδία και με δρακόντειο λύσσαγμα απ’ τη θηριωδία

Σα γύπες που αρπάζουνε  ορμήξανε σ’ εσένα πάλι να σε ληστέψουνε με χέρια λερωμένα

Πα στο κοπάδι σου τ’ αγνό οσφρήνονταν και σκούζαν μ’ ένα τους βλέμμ’ αγριωπό ξεσκίζαν και ορμούσαν

Πέσανε να σ’ αδράξουνε οι φασιστορωμαίοι να σε κατασπαράξουνε Ελλάδα μας καημένη

Και για τρυγή νοιαστήκανε που νόμισαν πώς θα ’χαν τον πόλεμο κηρύξανε και τα φαράγγια σκιάξαν

Με μιας ορμούν και μπαίνουνε μιλιούνια κερατάδες το φασισμό να φέρουνε να γίνουν αφεντάδες

Σαν κύμα του Ρωμιού ψυχή που πάλλεται με οργή και πλαταγίζει φοβερά και φέρνει ανατριχιά

Βλέπουν να σκώνεται ψηλά τους ουρανούς ν ’αγγίζει σαν κατ’ εκεί σιγομιλά πίσω γοργά γυρίζει

Και να, ορμά όλο θυμό άγριο ταραχημένο και να μουγκρίζει σα θεριόακράτητο και έρμο

Κύμα που ’φερνε χάλασμα Απ’ του Ρωμιού λαχτάρα, θεριό που κατασπάραζε και έφερνε τρομάρα

Που οι γλώσσες του απλώνονταν ατσάλινες και γκρίζες κι αμέσως μεταβάλλονταν σ’ απόρθητες ελπίδες

Και η φωνή, ω η φωνή που πλάλαγε στα πλάτη ακούστηκε σαν ιαχή και έσκιαξε την πλάση:

 

«Όχι»! τους λες και βρόντηξες               

                        με τόνους τη φωνή σου!

                                                             «Όχι»! τους λες και έσκιαζες

                                                                                                          με την τρανή οργή σου!

 

Βουνά, φαράγγια και πλαγιές χωριά και πολιτείες δέντρα, ποτάμια και κορφές πουλιά με μελωδίες

Στο άκουσμά σου κόπασαν κι Εσέ αφουγκραστήκαν και τον αγέρα μύρισαν κοντά σου μαζευτήκαν

Μήτε που καν το σκέφτηκαν όλ’ οι μακαρονάδες πως κι οι θεοί σου έτρεξαν φέρνοντας κι άλλες δάφνες

Τάχα και βρέθηκες ποτέ          μία στιγμούλα μόνη; Βγάλε τις τσίμπλες, Ιταλέ, πριχού σου βγει η κόρη

Α, κι ούτε βάλαν κατά νου του Έλληνα την γκλίτσα, τη φουστανέλα του Ρωμιού μουστάκια και τσαρούχια

Κι ούτε καν χαμπαρίσανε τις νιες μας ελληνίδες στα στήθια τους γεννιότανε της λευτεριάς ελπίδες

Και πάλι ξανασκώθηκες που σ’ είχαν πεθαμένη τα σήμαντρά σου χτύπησες να ’ρθουν αντρειωμένοι

Πριχού εσύ το πρόσταγμα των Ιταλών ν’ ακούσεις και πριν εσύ το άγγελμα του σηκωμού να δώσεις

Μαζεύτηκαν σα μια ψυχή κι όλοι τους ξεσκωθήκαν Αθάνατοι κι Αρματολοί γύρα σου συναχτήκαν

Κι αυτούς σηκώσανε ψηλά με λάβαρα, σημαίες όλ’ η φυλή μας, σα στρατιά μ’ ανθρώπινες ιδέες

Και άγρεψε απ’ την κραυγή του χάροντα η τρίχα και έλαμψε σαν αστραπή του Έλληνα ελπίδα:

 

«Δούλοι σας δε θα γίνουμε           

       και τη σκλαβιά μισούμε

          το άδικο το πνίγουμε

      τη Λευτεριά ποθούμε

 

Ποτέ δεν την αφήνουμε          να φύγ’ από κοντά μας σα τα θεριά τη φλάγουμε ψυχή μας και καρδιά μας

Προγόνων μας επιταγή μέσα απ’ τους αιώνες διάτα έχουμε αυστηρή να φλούμε Παρθενώνες

Κι ούτε θα τη χαρίσουμε στα βόλια και στα όπλα φασίστα, θα σ’ ορμήξουμε σε καρτερούμε, τόλμα

Εμείς, μαζί κι η λευτεριά τάχτηκε για να ζούμε προστάτης τα ιδανικά την πίστη μας να βρούμε

Κάλλιο να είμαστε νεκροί παρά ταπεινωμένοι μ’ αν τύχει να ’ρθουν οι εχθροί θα φύγουν ρημαγμένοι».

Παραταχθήκαν στη γραμμή παλιοί, νέοι, μ’ ορμή το κρώξιμο απ’ οργισμός τους έγινε οργασμός

Κι όλοι αυτοί τραντάξανε την κουρασμένη γη μας κι όλοι τους αγκαλιάσανε καθήκον και τιμή μας

Σαν δέντρα που ετρέμανε στου άνεμου τη λύσσα ρίζες, κλαριά κι αν τρίζανε τα φύλαξαν τα φύλλα

Και σαν αμπέλια έδεσαν και μέστωσαν με βία κόκκινες ρόγες έγιναν πυρόγλωσσες μ’ ανδρεία

Μες στα σκοτάδια σκόρπισαν σαν άνεμοι θερίσαν τους Ιταλούς τους πρόγκιξαν τη νίκη τους νοιαστήκαν

Πα στα βουνά μας τα ψηλά με μιας ν’ αναρριχιούνται να τους προγκούνε σαν τα ζα να πιάνουν, να χαλούνε

Μ’ αίμα γραμμένο στα γραφτά το «Αέρααα!» να βροντά και η ψυχή του Έλληνα ν’ ανδρειώνεται ξανά

Πιάνεις μολύβια και χαρτιά σαν βλέπεις τους λεβέντες και καταγράφεις στη σειρά μαζί κι όλες τις νέες

Ένα ακόμη Έπος σου αρχίζεις να γεμίζεις και εκτελείς το χρέος σου δόξες χρυσές χαρίζεις

Σ’ όλα σου τα κατάστιχα που τα ’χεις γεμισμένα στριμώχνεις ασταμάτητα παιδιά σου αντρειωμένα

Δε λείψαν απ’ το κάλεσμα και γίναν μια ανάσα άχνιζαν στο λαχάνιασμα κι άναψαν σα λαμπάδα

Κι ήταν δεξιοί κι αριστεροί κι άλλοι φακελωμένοι το σκάσαν απ’ τη φυλακή με πάθος φλογισμένοι

Γκαραγκουνόβλαχοι πολλοί νησιώτες και Θρακιώτες σα τα θεριά οι κρητικοί στρατιές οι Ηπειρώτες

Όλοι βρεθήκαν στα βουνά τη λευτεριά να φλάξουν κι αφήσαν μάνες και παιδιά το αίμα τους να στάξουν

 

Οκτώβρης ήτανε αυτός                      

              εκείνος του Σαράντα

                                                    μήνας που έσερνε σκυφτός

                                                                                                 στην πλάτη του ανδριάντα

 

Αγέλες κοκορόφτεροι φτάσαν στην Αλβανία του Ντούτσε κοκορόμυαλοι γράφαν μια τραγωδία

Ηχούν κανόνια πανταχού κι η Κορυτσά κουνιέται και η ψυχή του Ιταλού αρχίζει να γκρεμιέται

Πέφτουν στα χαρακώματα σφυροκοπούν οι βόμβες σκώνουν βουνά τα χώματα και θάφτονται στρατιώτες

Τα πολυβόλα ρίχνουνε ν’ αλλάξουν θεν το χάρο και μολυβί τον ντύνουνε με της φωτιάς το ράσο

Στο Αργυρόκαστρο κι εκεί Μ’ «Αέρα» οι τσολιάδες ρίχνονται κι έχουν τσακωθεί χιλιάδες μασκαράδες

Κι ο Μουσολίνι με τη βια μετράει τα φτερά του που κάηκαν, ω συμφορά πάει η στρατιά του

Και των Ρωμιών τα ζωντανά με χίλια δυο εμπόδια κατ’ απ’ του κάμπου τα χωριά τους κουβαλούν εφόδια

Ανάμεσα καμιά ζεστή φανέλα του στρατιώτη λίγο κι αυτός να ζεσταθεί κι εχθρούς μακριά να διώξει

Κι όλο ακούγονται κλαγγές παντού τ’ άσπρο μαυρίζει στις χιονισμένες τις κορφές ο χάρος σεργιανίζει

Ακούς εδώ, ακούς εκεί πόνου φωνές και κλάμα πολλοί έχουν τραυματιστεί πόδια χάσαν και μάτια

Πόσοι δεν κείτονται μαζί μέσα σε μια αυλακιά! Σταυροί πολλοί καθολικοί κι ορθόδοξοι αρμαθιά

Σταυροί εδώ, σταυροί εκεί τάφοι παντού και πόνοι κι οι Ιταλοί και οι Ρωμιοί έχουνε μείνει μόνοι

Κι ο πόλεμός τους έβαφε βουνοπλαγιές με αίμα κι ο φασισμός σαν έσπασε γκρεμίζεται στο ρέμα

Και δυναμώνει ακράτητα του Έλληνα αντρειοσύνη κι όλο σηκώνει πιο ψηλά τη μάνα Ρωμιοσύνη

Πα στον «Αέρα» π’ άκουσαν τρομάξαν και τα χάσαν τρίχα, κορμί πετρώθηκαν και όλα τα πετάξαν

 

Α, οι άμοιροι, τα χάσαν      

  Τ’ αβγά και τα καλάθια

  το αβάντε λησμονήσαν

σ’ αντιάμο μεταφράσαν…

 

Ε.Ε. - Γερμανία – Οκτώβρης 23 2002  Web: www.fasoulas.de   *  e-mail: vaios@fasoulas.de