10 Απρ 2002 |
||||
ΒΟΗΘΕΙΑ Κόσμος πολύς. Βιαστικοί όλοι, λες και προχωρούν σαν κουρδισμένοι. Πότε-πότε μερικοί ανταλλάσσουν δυο λόγια μεταξύ τους. Μικροπωλητές , κουλούρια, μπουγάτσα, γλυκά, μικροαντικείμενα στρωμένα πάνω σε πάγκους ή κάτω στο κρύο τσιμέντο Ιανουάριος 2000. Υπόγειος σιδηρόδρομος κάπου στην Αθήνα. Αφίσες γεμάτες παντού και όπου λίγος άδειος χώρος γράμματα πολύχρωμα, συνθήματα στους τοίχους. Σκουπίδια παντού και δυο σκυλιά παίζουν χαρούμενα τραβώντας μια σακούλα. Ηλεκτρονική μουσική από έναν πλανόδιο και πέντε κέρματα μέσα στην θήκη της κιθάρας Κρύο και ο αέρας βαρύς. Δύσκολα ανασαίνεις. Προχωράς βιαστικά λες και θέλεις να ξεφύγεις. Φτάνεις στην στάση και περιμένεις το τρένο να πας εκεί που πρέπει.... ή εκεί που θέλεις. Πίσω σου ένας γέροντας καθισμένος στο κρύο τσιμέντο. Κανείς δεν τον κοιτά. Σηκώνει το κεφάλι και ξάφνου μια σπαρακτική δυνατή φωνή βγαίνει λες και από τα σωθικά του: «ΒΟΗΘΕΙΑ». Ξαφνιάζεσαι. Γυρνάς τον κοιτάς τρομαγμένος. Και μετά... πάλι ησυχία. Ένα τραίνο έρχεται. Τον θόρυβο της ρόδας πάνω στο σίδερο την σκεπάζει μια φωνή: «ΒΟΗΘΕΙΑ». Κανείς δεν δίνει σημασία την τρίτη φορά. Δεν αντέχω φεύγω από την στάση. Χάνομαι. Δεν σκέφτομαι, δεν βλέπω. Απλά προχωρώ. Δεν κάνω τίποτα. Δυο δάκρια σκουπίζω όταν με κοιτούν παράξενα. Ντρέπομαι. Πέρασαν δυο χρόνια από τότε. Γενοκτονία στην Παλαιστίνη. Όλοι όσοι καταδίκασαν το Ισραήλ θα έχουν ήσυχη την συνείδηση τους. Εγώ όχι. Θέλω να γράψω κάτι. Δεν μπορώ. Μόλις ξεκινώ μια φωνή ακούω και σταματώ: «ΒΟΗΘΕΙΑ». Χιλιάδες φορές άκουσα εκείνη τη φωνή. Την ίδια φωνή. Η δειλία μου και η μικροψυχία μου, που δεν με άφησαν να προσπαθήσω να δώσω λύση στο δράμα του γέροντα, με ακολουθούν πάντα. Και τα βράδια όταν κοιμάμαι, το χαμόγελο δεν υπάρχει πια στα χείλη μου... γιατί ξέρω. Ξέρω ότι είμαι συνεργός στην «γενοκτονία των γερόντων». Αυτήν που δεν καταδικάζει κανείς. Γιατί άραγε; ΒΟΗΘΕΙΑ Δημήτρης 10 Απρ 2002
|
||||
|
|
|||